αρρενόθηλυς

αρρενόθηλυς
ἀρρενόθηλυς, -εια, -υ (Α)
βλ. αρσενόθηλυς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • моужеженьство — МОУЖЕЖЕНЬСТВ|О (1*), А с. Женоподобие: аще ли приближитьсѧ мѹжьство. женьствѣ. възгоритьсѧ огнь и пожьжеть вьсе. тако и словьсьноѥ мѹжеженьство. бѣжимъ ѹбо ѿ нихъ. (ἀῤῥενόϑηλυς) СбТр ХII/XIII, 150 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՈՒԷԳ — ( ) NBH 1 0374 Chronological Sequence: 5c գ. ἁρρενοθηλύς heraphroditus Այն՝ որ իցէ միանգամայն արու եւ էգ. Տե՛ս եւ ԱՅՐԱԿԻՆ. Առ որս. ՟Զ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”